Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θελξίνοος
θελξίπικρος
θελξίφρων
θέμεθλα
θεμέλιος
θεμελιόω
θεμερός
θεμερῶπις
θεμίζω
θεμίπλεκτος
θεμισκόπος
θεμισκρέων
θέμις
θεμιστεῖος
θεμιστεύω
θεμιστοπόλος
θεμιστός
θεμιτεύω
θεμιτός
θεμόω
θέναρ
View word page
θεμισκόπος
θεμισκόπος θεμι-σκόπος, ον seeing to law and order, Pind.

ShortDef

seeing to law and order

Debugging

Headword:
θεμισκόπος
Headword (normalized):
θεμισκόπος
Headword (normalized/stripped):
θεμισκοπος
IDX:
15044
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15056
Key:
qemisko/pos

Data

{'content': 'θεμισκόπος\n θεμι-σκόπος, ον\n seeing to law and order, Pind.', 'key': 'qemisko/pos'}