Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θέλκτρον
θελξίνοος
θελξίπικρος
θελξίφρων
θέμεθλα
θεμέλιος
θεμελιόω
θεμερός
θεμερῶπις
θεμίζω
θεμίπλεκτος
θεμισκόπος
θεμισκρέων
θέμις
θεμιστεῖος
θεμιστεύω
θεμιστοπόλος
θεμιστός
θεμιτεύω
θεμιτός
θεμόω
View word page
θεμίπλεκτος
θεμίπλεκτος θεμί-πλεκτος, ον πλέκω rightly plaited, θ. στέφανος a well-earned crown, Pind.
ShortDef
rightly plaited
Debugging
Headword:
θεμίπλεκτος
Headword (normalized):
θεμίπλεκτος
Headword (normalized/stripped):
θεμιπλεκτος
IDX:
15043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15055
Key:
qemi/plektos
Data
{'content': 'θεμίπλεκτος\n θεμί-πλεκτος, ον\n πλέκω\n rightly plaited, θ. στέφανος a well-earned crown, Pind.', 'key': 'qemi/plektos'}