Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θεῖος2
θειότης
θειόω
θελγεσίμυθος
θέλγητρον
θέλγω
θέλημα
θέλησις
θελκτήριον
θελκτήριος
θελκτήρ
θέλκτρον
θελξίνοος
θελξίπικρος
θελξίφρων
θέμεθλα
θεμέλιος
θεμελιόω
θεμερός
θεμερῶπις
θεμίζω
View word page
θελκτήρ
θελκτήρ θελκτήρ, ῆρος, θέλγω a soother, charmer, Hhymn.

ShortDef

a soother, charmer

Debugging

Headword:
θελκτήρ
Headword (normalized):
θελκτήρ
Headword (normalized/stripped):
θελκτηρ
IDX:
15032
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15044
Key:
qelkth/r

Data

{'content': 'θελκτήρ\n θελκτήρ, ῆρος,\n θέλγω\n a soother, charmer, Hhymn.', 'key': 'qelkth/r'}