Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θεῖος
θεῖος2
θειότης
θειόω
θελγεσίμυθος
θέλγητρον
θέλγω
θέλημα
θέλησις
θελκτήριον
θελκτήριος
θελκτήρ
θέλκτρον
θελξίνοος
θελξίπικρος
θελξίφρων
θέμεθλα
θεμέλιος
θεμελιόω
θεμερός
θεμερῶπις
View word page
θελκτήριος
θελκτήριος θελκτήριος, ον θέλγω charming, enchanting, soothing, Aesch., Eur.

ShortDef

charming, enchanting, soothing

Debugging

Headword:
θελκτήριος
Headword (normalized):
θελκτήριος
Headword (normalized/stripped):
θελκτηριος
IDX:
15031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15043
Key:
qelkth/rios

Data

{'content': 'θελκτήριος\n θελκτήριος, ον\n θέλγω\n charming, enchanting, soothing, Aesch., Eur.', 'key': 'qelkth/rios'}