Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θεῖον2
θεῖος
θεῖος2
θειότης
θειόω
θελγεσίμυθος
θέλγητρον
θέλγω
θέλημα
θέλησις
θελκτήριον
θελκτήριος
θελκτήρ
θέλκτρον
θελξίνοος
θελξίπικρος
θελξίφρων
θέμεθλα
θεμέλιος
θεμελιόω
θεμερός
View word page
θελκτήριον
θελκτήριον θελκτήριον, ου, τό, θέλγω a charm, spell, enchantment, of the girdle of Aphrodite, Il.; θεῶν θελκτήριον a means of soothing the gods, Od.; νεκροῖς θελκτήρια, of offerings to the Manes, Eur.

ShortDef

a charm, spell, enchantment

Debugging

Headword:
θελκτήριον
Headword (normalized):
θελκτήριον
Headword (normalized/stripped):
θελκτηριον
IDX:
15030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15042
Key:
qelkth/rion

Data

{'content': 'θελκτήριον\n θελκτήριον, ου, τό,\n θέλγω\n a charm, spell, enchantment, of the girdle of Aphrodite, Il.; θεῶν θελκτήριον a means of soothing the gods, Od.; νεκροῖς θελκτήρια, of offerings to the Manes, Eur.', 'key': 'qelkth/rion'}