Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θειλόπεδον
θείνω
θειόδομος
θεῖον
θεῖον2
θεῖος
θεῖος2
θειότης
θειόω
θελγεσίμυθος
θέλγητρον
θέλγω
θέλημα
θέλησις
θελκτήριον
θελκτήριος
θελκτήρ
θέλκτρον
θελξίνοος
θελξίπικρος
θελξίφρων
View word page
θέλγητρον
θέλγητρον θέλγητρον, ου, τό, θέλγω a charm or spell, Eur., Luc.
ShortDef
a charm
Debugging
Headword:
θέλγητρον
Headword (normalized):
θέλγητρον
Headword (normalized/stripped):
θελγητρον
IDX:
15026
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15038
Key:
qe/lghtron
Data
{'content': 'θέλγητρον\n θέλγητρον, ου, τό,\n θέλγω\n a charm or spell, Eur., Luc.', 'key': 'qe/lghtron'}