Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἁλίτρυτος
ἁλίτυπος
ἁλίτυρος
ἁλιφθορία
ἁλιφθόρος
ἀλκαῖος
ἄλκαρ
ἀλκήεις
ἀλκή
ἀλκίμαχος
ἄλκιμος
ἀλκί
ἀλκίφρων
ἀλκτήρ
ἀλκυονίς
ἀλκυών
ἀλλαγή
ἄλλαγμα
ἀλλαντοπωλέω
ἀλλαντοπώλης
ἀλλά
View word page
ἄλκιμος
ἄλκιμος strong, stout, of men and weapons, Hom.; ἄλκιμος τὰ πολεμικά Hdt.
ShortDef
Alcimus
strong, stout
Debugging
Headword:
ἄλκιμος
Headword (normalized):
ἄλκιμος
Headword (normalized/stripped):
αλκιμος
IDX:
1503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1503
Key:
a)/lkimos
Data
{'content': 'ἄλκιμος\n strong, stout, of men and weapons, Hom.; ἄλκιμος τὰ πολεμικά Hdt.', 'key': 'a)/lkimos'}