Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θέατρον
θέειον
θεεῖος
θεειόω
θεήϊος
θεήλατος
θεημάχος
θεημοσύνη
θεήμων
θειάζω
θειασμός
Θείβαθεν
Θείβαθι
θειλόπεδον
θείνω
θειόδομος
θεῖον
θεῖον2
θεῖος
θεῖος2
θειότης
View word page
θειασμός
θειασμός θειασμός, οῦ, practice of divination, Thuc.
ShortDef
practice of divination
Debugging
Headword:
θειασμός
Headword (normalized):
θειασμός
Headword (normalized/stripped):
θειασμος
IDX:
15013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15025
Key:
qeiasmo/s
Data
{'content': 'θειασμός\n θειασμός, οῦ,\n practice of divination, Thuc.', 'key': 'qeiasmo/s'}