Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θάω
θέαινα
θέαμα
θεάμων
θεάομαι
θεά
θέα
θεάριον
θεαρός
θεατέος
θεατής
θεατός
θεατρίζω
θεατρικός
θέατρον
θέειον
θεεῖος
θεειόω
θεήϊος
θεήλατος
θεημάχος
View word page
θεατής
θεατής θεάομαι one who sees, a spectator, Hdt., Eur., etc.
ShortDef
one who sees, a spectator
Debugging
Headword:
θεατής
Headword (normalized):
θεατής
Headword (normalized/stripped):
θεατης
IDX:
14999
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15011
Key:
qeath/s
Data
{'content': 'θεατής\n θεάομαι\n one who sees, a spectator, Hdt., Eur., etc.', 'key': 'qeath/s'}