Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θαυμαστικός
θαυμαστός
θαυματοποιέω
θαυματοποιία
θαυματοποιός
θαυματός
θάψινος
θάψος
θάω
θέαινα
θέαμα
θεάμων
θεάομαι
θεά
θέα
θεάριον
θεαρός
θεατέος
θεατής
θεατός
θεατρίζω
View word page
θέαμα
θέαμα θεάομαι that which is seen, a sight, show, spectacle, Trag., Thuc., etc.

ShortDef

that which is seen, a sight, show, spectacle

Debugging

Headword:
θέαμα
Headword (normalized):
θέαμα
Headword (normalized/stripped):
θεαμα
IDX:
14991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15003
Key:
qe/ama

Data

{'content': 'θέαμα\n θεάομαι\n that which is seen, a sight, show, spectacle, Trag., Thuc., etc.', 'key': 'qe/ama'}