Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀγενεαλόγητος
ἀγένειος
ἀγένητος
ἀγεννής
ἀγέννητος
ἄγε
ἀγέραστος
ἄγερσις
ἀγέρωχος
ἀγέστρατος
ἄγευστος
ἀγηλατέω
ἄγημα
ἀγηνορία
ἀγήνωρ
ἄγη
ἀγή
ἀγήραος
ἀγησίλαος
ἀγησίχορος
ἀγητός
View word page
ἄγευστος
ἄγευστος γεύομαι without taste of, fasting from, c. gen.; metaph., κακῶν ἄγευστος αἰών Soph.; τῶν τερπνῶν ἄγευστος Xen.

ShortDef

without taste of, fasting from

Debugging

Headword:
ἄγευστος
Headword (normalized):
ἄγευστος
Headword (normalized/stripped):
αγευστος
IDX:
150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n150
Key:
a)/geustos

Data

{'content': 'ἄγευστος\n γεύομαι\n without taste of, fasting from, c. gen.; metaph., κακῶν ἄγευστος αἰών Soph.; τῶν τερπνῶν ἄγευστος Xen.', 'key': 'a)/geustos'}