Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀβακέω
ἀβακής
ἀβάκχευτος
ἄβαλε
ἀβαρής
ἀβασάνιστος
ἀβασίλευτος
ἀβάσκαντος
ἀβάστακτος
ἄβατος
ἀββα
Ἀβδηρίτης
Ἀβδηριτικός
ἀβέβαιος
ἀβέβηλος
ἀβελτερία
ἀβέλτερος
ἀβίαστος
ἄβιος
ἀβίωτος
ἀβλάβεια
View word page
ἀββα
ἀββα Hebr. word, father, NTest.

ShortDef

father

Debugging

Headword:
ἀββα
Headword (normalized):
ἀββα
Headword (normalized/stripped):
αββα
IDX:
15
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15
Key:
*)abba=

Data

{'content': 'ἀββα\n Hebr. word, father, NTest.', 'key': '*)abba='}