θαυματοποιία
            
          
          θαυματοποιία
 θαυμᾰτοποιία, ἡ,
 conjuring, juggling, Plat.
 from θαυμᾰτοποιός
          {
  "content": "θαυματοποιία\n θαυμᾰτοποιία, ἡ,\n conjuring, juggling, Plat.\n from θαυμᾰτοποιός",
  "key": "qaumatopoii/a"
}