Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θαυμάζω
θαυμαίνω
θαῦμα
θαυμάσιος
θαυμασιουργέω
θαυμασμός
θαυμαστέος
θαυμαστής
θαυμαστικός
θαυμαστός
θαυματοποιέω
θαυματοποιία
θαυματοποιός
θαυματός
θάψινος
θάψος
θάω
θέαινα
θέαμα
θεάμων
θεάομαι
View word page
θαυματοποιέω
θαυματοποιέω θαυμᾰτοποιέω, from θαυμᾰτοποιός to work wonders, Luc.

ShortDef

to work wonders

Debugging

Headword:
θαυματοποιέω
Headword (normalized):
θαυματοποιέω
Headword (normalized/stripped):
θαυματοποιεω
IDX:
14983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14995
Key:
qaumatopoie/w

Data

{'content': 'θαυματοποιέω\n θαυμᾰτοποιέω,\n from θαυμᾰτοποιός\n to work wonders, Luc.', 'key': 'qaumatopoie/w'}