Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θαρσύνω
Θάσιος
θάσσων
θάσσω
θαυμάζω
θαυμαίνω
θαῦμα
θαυμάσιος
θαυμασιουργέω
θαυμασμός
θαυμαστέος
θαυμαστής
θαυμαστικός
θαυμαστός
θαυματοποιέω
θαυματοποιία
θαυματοποιός
θαυματός
θάψινος
θάψος
θάω
View word page
θαυμαστέος
θαυμαστέος θαυμαστέος, α, ον verb. adj. of θαυμάζω, to be admired, Plat. neut. θαυμαστέον, one must admire, Eur.

ShortDef

to be admired

Debugging

Headword:
θαυμαστέος
Headword (normalized):
θαυμαστέος
Headword (normalized/stripped):
θαυμαστεος
IDX:
14979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14991
Key:
qaumaste/os

Data

{'content': 'θαυμαστέος\n θαυμαστέος, α, ον\n verb. adj. of θαυμάζω,\n to be admired, Plat.\n neut. θαυμαστέον, one must admire, Eur.', 'key': 'qaumaste/os'}