Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θάρσυνος
θαρσύνω
Θάσιος
θάσσων
θάσσω
θαυμάζω
θαυμαίνω
θαῦμα
θαυμάσιος
θαυμασιουργέω
θαυμασμός
θαυμαστέος
θαυμαστής
θαυμαστικός
θαυμαστός
θαυματοποιέω
θαυματοποιία
θαυματοποιός
θαυματός
θάψινος
θάψος
View word page
θαυμασμός
θαυμασμός θαυμασμός, ὁ, θαυμάζω a marvelling, Plut., etc.
ShortDef
a marvelling
Debugging
Headword:
θαυμασμός
Headword (normalized):
θαυμασμός
Headword (normalized/stripped):
θαυμασμος
IDX:
14978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14990
Key:
qaumasmo/s
Data
{'content': 'θαυμασμός\n θαυμασμός, ὁ,\n θαυμάζω\n a marvelling, Plut., etc.', 'key': 'qaumasmo/s'}