Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θαρσέω
θάρσησις
θάρσος
θαρσούντως
θάρσυνος
θαρσύνω
Θάσιος
θάσσων
θάσσω
θαυμάζω
θαυμαίνω
θαῦμα
θαυμάσιος
θαυμασιουργέω
θαυμασμός
θαυμαστέος
θαυμαστής
θαυμαστικός
θαυμαστός
θαυματοποιέω
θαυματοποιία
View word page
θαυμαίνω
θαυμαίνω from θαῦμα = θαυμάζω 2 to admire, gaze upon, Od., Pind.

ShortDef

to admire, gaze upon

Debugging

Headword:
θαυμαίνω
Headword (normalized):
θαυμαίνω
Headword (normalized/stripped):
θαυμαινω
IDX:
14974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14986
Key:
qaumai/nw

Data

{'content': 'θαυμαίνω\n from θαῦμα\n = θαυμάζω 2\n to admire, gaze upon, Od., Pind.', 'key': 'qaumai/nw'}