Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θαπτέος
θάπτω
θαρσαλέος
θαρσαλεότης
θαρσέω
θάρσησις
θάρσος
θαρσούντως
θάρσυνος
θαρσύνω
Θάσιος
θάσσων
θάσσω
θαυμάζω
θαυμαίνω
θαῦμα
θαυμάσιος
θαυμασιουργέω
θαυμασμός
θαυμαστέος
θαυμαστής
View word page
Θάσιος
Θάσιος Θάσιος (ᾰ), η, ον of or from Thasos, Thasian, οἶνος Ar.:— ἡ Θασία ἅλμη Thasian pickled fish, Ar.

ShortDef

of or from Thasos, Thasian

Debugging

Headword:
Θάσιος
Headword (normalized):
θάσιος
Headword (normalized/stripped):
θασιος
IDX:
14970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14982
Key:
*qa/sios

Data

{'content': 'Θάσιος\n Θάσιος (ᾰ), η, ον\n of or from Thasos, Thasian, οἶνος Ar.:— ἡ Θασία ἅλμη Thasian pickled fish, Ar.', 'key': '*qa/sios'}