Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θανατούσια
θανατοφόρος
θανατόω
θανάτωσις
θάομαι
θαπτέος
θάπτω
θαρσαλέος
θαρσαλεότης
θαρσέω
θάρσησις
θάρσος
θαρσούντως
θάρσυνος
θαρσύνω
Θάσιος
θάσσων
θάσσω
θαυμάζω
θαυμαίνω
θαῦμα
View word page
θάρσησις
θάρσησις θάρσησις, εως confidence in a thing, Thuc.

ShortDef

confidence in

Debugging

Headword:
θάρσησις
Headword (normalized):
θάρσησις
Headword (normalized/stripped):
θαρσησις
IDX:
14965
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14977
Key:
qa/rshsis

Data

{'content': 'θάρσησις\n θάρσησις, εως\n confidence in a thing, Thuc.', 'key': 'qa/rshsis'}