Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θανατηφόρος
θανατιάω
θανατικός
θανατόεις
θάνατος
θανατούσια
θανατοφόρος
θανατόω
θανάτωσις
θάομαι
θαπτέος
θάπτω
θαρσαλέος
θαρσαλεότης
θαρσέω
θάρσησις
θάρσος
θαρσούντως
θάρσυνος
θαρσύνω
Θάσιος
View word page
θαπτέος
θαπτέος θαπτέος, ον verb. adj. from θάπτω one must bury, Soph.
ShortDef
one must bury
Debugging
Headword:
θαπτέος
Headword (normalized):
θαπτέος
Headword (normalized/stripped):
θαπτεος
IDX:
14960
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14972
Key:
qapte/os
Data
{'content': 'θαπτέος\n θαπτέος, ον\n verb. adj. from θάπτω\n one must bury, Soph.', 'key': 'qapte/os'}