Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θανάσιμος
θανατάω
θανατηφόρος
θανατιάω
θανατικός
θανατόεις
θάνατος
θανατούσια
θανατοφόρος
θανατόω
θανάτωσις
θάομαι
θαπτέος
θάπτω
θαρσαλέος
θαρσαλεότης
θαρσέω
θάρσησις
θάρσος
θαρσούντως
θάρσυνος
View word page
θανάτωσις
θανάτωσις from θᾰνᾰτόω θᾰνάτωσις, εως a putting to death, Thuc.

ShortDef

a putting to death

Debugging

Headword:
θανάτωσις
Headword (normalized):
θανάτωσις
Headword (normalized/stripped):
θανατωσις
IDX:
14958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14970
Key:
qana/twsis

Data

{'content': 'θανάτωσις\n from θᾰνᾰτόω\n θᾰνάτωσις, εως\n a putting to death, Thuc.', 'key': 'qana/twsis'}