Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θάμβος
θαμέες
θαμίζω
θαμινός
θάμνος
θανάσιμος
θανατάω
θανατηφόρος
θανατιάω
θανατικός
θανατόεις
θάνατος
θανατούσια
θανατοφόρος
θανατόω
θανάτωσις
θάομαι
θαπτέος
θάπτω
θαρσαλέος
θαρσαλεότης
View word page
θανατόεις
θανατόεις θᾰνᾰτόεις, εσσα, εν deadly, Soph., Eur. from θάνᾰτος
ShortDef
deadly
Debugging
Headword:
θανατόεις
Headword (normalized):
θανατόεις
Headword (normalized/stripped):
θανατοεις
IDX:
14953
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14965
Key:
qanato/eis
Data
{'content': 'θανατόεις\n θᾰνᾰτόεις, εσσα, εν\n deadly, Soph., Eur.\n from θάνᾰτος', 'key': 'qanato/eis'}