Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θαμά
θαμβαίνω
θαμβέω
θάμβος
θαμέες
θαμίζω
θαμινός
θάμνος
θανάσιμος
θανατάω
θανατηφόρος
θανατιάω
θανατικός
θανατόεις
θάνατος
θανατούσια
θανατοφόρος
θανατόω
θανάτωσις
θάομαι
θαπτέος
View word page
θανατηφόρος
θανατηφόρος θᾰνᾰτη-φόρος, ον φέρω death-bringing, mortal, Aesch., Soph., etc.

ShortDef

death-bringing, mortal

Debugging

Headword:
θανατηφόρος
Headword (normalized):
θανατηφόρος
Headword (normalized/stripped):
θανατηφορος
IDX:
14950
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14962
Key:
qanathfo/ros

Data

{'content': 'θανατηφόρος\n θᾰνᾰτη-φόρος, ον\n φέρω\n death-bringing, mortal, Aesch., Soph., etc.', 'key': 'qanathfo/ros'}