Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀλιτήριος
ἀλιτηριώδης
ἀλιτόξενος
ἀλιτοφροσύνη
ἀλιτραίνω
ἀλιτρία
ἀλιτρός
ἁλίτρυτος
ἁλίτυπος
ἁλίτυρος
ἁλιφθορία
ἁλιφθόρος
ἀλκαῖος
ἄλκαρ
ἀλκήεις
ἀλκή
ἀλκίμαχος
ἄλκιμος
ἀλκί
ἀλκίφρων
ἀλκτήρ
View word page
ἁλιφθορία
ἁλιφθορία from ἁλιφθόρος a disaster at sea, shipwreck, Anth.

ShortDef

a disaster at sea, shipwreck

Debugging

Headword:
ἁλιφθορία
Headword (normalized):
ἁλιφθορία
Headword (normalized/stripped):
αλιφθορια
IDX:
1496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1496
Key:
a(lifqori/a

Data

{'content': 'ἁλιφθορία\n from ἁλιφθόρος\n a disaster at sea, shipwreck, Anth.', 'key': 'a(lifqori/a'}