Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θαλύσια
θαλυσιάς
θαμάκις
θαμά
θαμβαίνω
θαμβέω
θάμβος
θαμέες
θαμίζω
θαμινός
θάμνος
θανάσιμος
θανατάω
θανατηφόρος
θανατιάω
θανατικός
θανατόεις
θάνατος
θανατούσια
θανατοφόρος
θανατόω
View word page
θάμνος
θάμνος θάμνος, ὁ, θαμινός a bush, shrub, Lat. arbustum, Hom.; in pl. a copse, thicket, Hom., Attic

ShortDef

a bush, shrub

Debugging

Headword:
θάμνος
Headword (normalized):
θάμνος
Headword (normalized/stripped):
θαμνος
IDX:
14947
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14959
Key:
qa/mnos

Data

{'content': 'θάμνος\n θάμνος, ὁ,\n θαμινός\n a bush, shrub, Lat. arbustum, Hom.; in pl. a copse, thicket, Hom., Attic', 'key': 'qa/mnos'}