Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θαλπωρή
θαλύσια
θαλυσιάς
θαμάκις
θαμά
θαμβαίνω
θαμβέω
θάμβος
θαμέες
θαμίζω
θαμινός
θάμνος
θανάσιμος
θανατάω
θανατηφόρος
θανατιάω
θανατικός
θανατόεις
θάνατος
θανατούσια
θανατοφόρος
View word page
θαμινός
θαμινός θᾰμῐνός, ή, όν frequent, in neut. pl. θαμινά :—asAdv. = θαμά, Pind., Attic v. θαμέες.
ShortDef
frequent
Debugging
Headword:
θαμινός
Headword (normalized):
θαμινός
Headword (normalized/stripped):
θαμινος
IDX:
14946
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14958
Key:
qamino/s
Data
{'content': 'θαμινός\n θᾰμῐνός, ή, όν\n frequent, in neut. pl. θαμινά :—asAdv. = θαμά, Pind., Attic\n v. θαμέες.', 'key': 'qamino/s'}