Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θαλπτήριος
θάλπω
θαλπωρή
θαλύσια
θαλυσιάς
θαμάκις
θαμά
θαμβαίνω
θαμβέω
θάμβος
θαμέες
θαμίζω
θαμινός
θάμνος
θανάσιμος
θανατάω
θανατηφόρος
θανατιάω
θανατικός
θανατόεις
θάνατος
View word page
θαμέες
θαμέες poet. adj. only in pl., crowded, close-set, thick, Hom.

ShortDef

crowded, close-set, thick

Debugging

Headword:
θαμέες
Headword (normalized):
θαμέες
Headword (normalized/stripped):
θαμεες
IDX:
14944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14956
Key:
qame/es

Data

{'content': 'θαμέες\n poet. adj. only in pl., crowded, close-set, thick, Hom.', 'key': 'qame/es'}