Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θαλπιάω
θαλπνός
θάλπος
θαλπτήριος
θάλπω
θαλπωρή
θαλύσια
θαλυσιάς
θαμάκις
θαμά
θαμβαίνω
θαμβέω
θάμβος
θαμέες
θαμίζω
θαμινός
θάμνος
θανάσιμος
θανατάω
θανατηφόρος
θανατιάω
View word page
θαμβαίνω
θαμβαίνω = θαμβέω to be astonished at, Hhymn.
ShortDef
to be astonished at
Debugging
Headword:
θαμβαίνω
Headword (normalized):
θαμβαίνω
Headword (normalized/stripped):
θαμβαινω
IDX:
14941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14953
Key:
qambai/nw
Data
{'content': 'θαμβαίνω\n = θαμβέω\n to be astonished at, Hhymn.', 'key': 'qambai/nw'}