Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀλίτημα
ἀλιτήριος
ἀλιτηριώδης
ἀλιτόξενος
ἀλιτοφροσύνη
ἀλιτραίνω
ἀλιτρία
ἀλιτρός
ἁλίτρυτος
ἁλίτυπος
ἁλίτυρος
ἁλιφθορία
ἁλιφθόρος
ἀλκαῖος
ἄλκαρ
ἀλκήεις
ἀλκή
ἀλκίμαχος
ἄλκιμος
ἀλκί
ἀλκίφρων
View word page
ἁλίτυρος
ἁλίτυρος ἅλς a sort of salt-cheese, Anth.

ShortDef

a sort of salt-cheese

Debugging

Headword:
ἁλίτυρος
Headword (normalized):
ἁλίτυρος
Headword (normalized/stripped):
αλιτυρος
IDX:
1495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1495
Key:
a(li/turos

Data

{'content': 'ἁλίτυρος\n ἅλς\n a sort of salt-cheese, Anth.', 'key': 'a(li/turos'}