Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἁλιτενής
ἁλιτέρμων
ἀλίτημα
ἀλιτήριος
ἀλιτηριώδης
ἀλιτόξενος
ἀλιτοφροσύνη
ἀλιτραίνω
ἀλιτρία
ἀλιτρός
ἁλίτρυτος
ἁλίτυπος
ἁλίτυρος
ἁλιφθορία
ἁλιφθόρος
ἀλκαῖος
ἄλκαρ
ἀλκήεις
ἀλκή
ἀλκίμαχος
ἄλκιμος
View word page
ἁλίτρυτος
ἁλίτρυτος ἅλς, τρύω sea-beaten, sea-worn, γέρων Theocr.; κύμβη Anth.

ShortDef

sea-beaten, sea-worn

Debugging

Headword:
ἁλίτρυτος
Headword (normalized):
ἁλίτρυτος
Headword (normalized/stripped):
αλιτρυτος
IDX:
1493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1493
Key:
a(li/trutos

Data

{'content': 'ἁλίτρυτος\n ἅλς, τρύω\n sea-beaten, sea-worn, γέρων Theocr.; κύμβη Anth.', 'key': 'a(li/trutos'}