Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀλιταίνω
ἁλιτενής
ἁλιτέρμων
ἀλίτημα
ἀλιτήριος
ἀλιτηριώδης
ἀλιτόξενος
ἀλιτοφροσύνη
ἀλιτραίνω
ἀλιτρία
ἀλιτρός
ἁλίτρυτος
ἁλίτυπος
ἁλίτυρος
ἁλιφθορία
ἁλιφθόρος
ἀλκαῖος
ἄλκαρ
ἀλκήεις
ἀλκή
ἀλκίμαχος
View word page
ἀλιτρός
ἀλιτρός syncop. for ἀλιτηρός, sinful, sinning; and as Subst., δαίμοσιν ἀλιτρός a sinner against the gods, Hom.: in milder sense, a knave, rogue, Od.

ShortDef

sinful, sinning

Debugging

Headword:
ἀλιτρός
Headword (normalized):
ἀλιτρός
Headword (normalized/stripped):
αλιτρος
IDX:
1492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1492
Key:
a)litro/s

Data

{'content': 'ἀλιτρός\n syncop. for ἀλιτηρός,\n sinful, sinning; and as Subst., δαίμοσιν ἀλιτρός a sinner against the gods, Hom.: in milder sense, a knave, rogue, Od.', 'key': 'a)litro/s'}