Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θάημα
θαἰμάτια
θαἰματίδια
θαιρός
θακεύω
θακέω
θάκημα
θάκησις
θᾶκος
θαλάμαξ
θαλάμευμα
θαλαμήϊος
θαλάμη
θαλαμηπόλος
θαλαμιός
θαλαμίτης
θάλαμόνδε
θάλαμος
θαλασσαῖος
θάλασσα
θαλασσεύω
View word page
θαλάμευμα
θαλάμευμα θᾰλάμευμα, ατος, τό, = θαλάμη, Eur.

ShortDef

lair

Debugging

Headword:
θαλάμευμα
Headword (normalized):
θαλάμευμα
Headword (normalized/stripped):
θαλαμευμα
IDX:
14899
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14911
Key:
qala/meuma

Data

{'content': 'θαλάμευμα\n θᾰλάμευμα, ατος, τό,\n = θαλάμη, Eur.', 'key': 'qala/meuma'}