Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἠῷος
ἠώς
θαάσσω
θαέομαι
θάημα
θαἰμάτια
θαἰματίδια
θαιρός
θακεύω
θακέω
θάκημα
θάκησις
θᾶκος
θαλάμαξ
θαλάμευμα
θαλαμήϊος
θαλάμη
θαλαμηπόλος
θαλαμιός
θαλαμίτης
θάλαμόνδε
View word page
θάκημα
θάκημα from θᾱκέω θάκημα, ατος, τό, a sitting, esp. as a suppliant, Soph. a seat, Soph., Eur.
ShortDef
a sitting
Debugging
Headword:
θάκημα
Headword (normalized):
θάκημα
Headword (normalized/stripped):
θακημα
IDX:
14895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14907
Key:
qa/khma
Data
{'content': 'θάκημα\n from θᾱκέω\n θάκημα, ατος, τό,\n a sitting, esp. as a suppliant, Soph.\n a seat, Soph., Eur.', 'key': 'qa/khma'}