Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἁλιστός
ἁλίστρεπτος
ἀλιταίνω
ἁλιτενής
ἁλιτέρμων
ἀλίτημα
ἀλιτήριος
ἀλιτηριώδης
ἀλιτόξενος
ἀλιτοφροσύνη
ἀλιτραίνω
ἀλιτρία
ἀλιτρός
ἁλίτρυτος
ἁλίτυπος
ἁλίτυρος
ἁλιφθορία
ἁλιφθόρος
ἀλκαῖος
ἄλκαρ
ἀλκήεις
View word page
ἀλιτραίνω
ἀλιτραίνω Epic for ἀλιταίνω to sin, offend, Hes., Anth.

ShortDef

to sin, offend

Debugging

Headword:
ἀλιτραίνω
Headword (normalized):
ἀλιτραίνω
Headword (normalized/stripped):
αλιτραινω
IDX:
1490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1490
Key:
a)litrai/nw

Data

{'content': 'ἀλιτραίνω\n Epic for ἀλιταίνω\n to sin, offend, Hes., Anth.', 'key': 'a)litrai/nw'}