Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀγέλη
ἀγενεαλόγητος
ἀγένειος
ἀγένητος
ἀγεννής
ἀγέννητος
ἄγε
ἀγέραστος
ἄγερσις
ἀγέρωχος
ἀγέστρατος
ἄγευστος
ἀγηλατέω
ἄγημα
ἀγηνορία
ἀγήνωρ
ἄγη
ἀγή
ἀγήραος
ἀγησίλαος
ἀγησίχορος
View word page
ἀγέστρατος
ἀγέστρατος host-leading, Hes.

ShortDef

host-leading

Debugging

Headword:
ἀγέστρατος
Headword (normalized):
ἀγέστρατος
Headword (normalized/stripped):
αγεστρατος
IDX:
149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n149
Key:
a)ge/stratos

Data

{'content': 'ἀγέστρατος\n host-leading, Hes.', 'key': 'a)ge/stratos'}