Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἤτοι
ἦτορ
ἤτριον
ἦτρον
ἥττημα
ἠΰτε
ἠύχορος
Ἡφαίστειος
Ἡφαιστόπονος
Ἥφαιστος
Ἡφαιστότευκτος
ἠχεῖον
ἠχέτης
ἠχέω
ἠχήεις
ἤχημα
ἠχή
ἧχι
ἦχος
ἠχώ
ἠῶθεν
View word page
Ἡφαιστότευκτος
Ἡφαιστότευκτος Ἡφαιστό-τευκτος, ον wrought by Hephaestus, Soph.
ShortDef
wrought by Hephaestus
Debugging
Headword:
Ἡφαιστότευκτος
Headword (normalized):
ἡφαιστότευκτος
Headword (normalized/stripped):
ηφαιστοτευκτος
IDX:
14874
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14886
Key:
*(hfaisto/teuktos
Data
{'content': 'Ἡφαιστότευκτος\n Ἡφαιστό-τευκτος, ον\n wrought by Hephaestus, Soph.', 'key': '*(hfaisto/teuktos'}