Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἡσυχαῖος
ἥσυχα
ἡσυχῆ
ἡσυχία
ἡσύχιμος
ἡσύχιος
ἡσυχιότης
ἥσυχος
ἦτα
ἤτε
ἦτε
ἤτοι
ἦτορ
ἤτριον
ἦτρον
ἥττημα
ἠΰτε
ἠύχορος
Ἡφαίστειος
Ἡφαιστόπονος
Ἥφαιστος
View word page
ἦτε
ἦτε ἦ, τε surely, doubtless, Hom.
ShortDef
surely, doubtless
Debugging
Headword:
ἦτε
Headword (normalized):
ἦτε
Headword (normalized/stripped):
ητε
IDX:
14863
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14875
Key:
h)=te
Data
{'content': 'ἦτε\n ἦ, τε \n surely, doubtless, Hom.', 'key': 'h)=te'}