Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἡσυχάζω
ἡσυχαῖος
ἥσυχα
ἡσυχῆ
ἡσυχία
ἡσύχιμος
ἡσύχιος
ἡσυχιότης
ἥσυχος
ἦτα
ἤτε
ἦτε
ἤτοι
ἦτορ
ἤτριον
ἦτρον
ἥττημα
ἠΰτε
ἠύχορος
Ἡφαίστειος
Ἡφαιστόπονος
View word page
ἤτε
ἤτε ἤ τε, or also, Il.

ShortDef

or also

Debugging

Headword:
ἤτε
Headword (normalized):
ἤτε
Headword (normalized/stripped):
ητε
IDX:
14862
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14874
Key:
h)/te

Data

{'content': 'ἤτε\n ἤ τε, or also, Il.', 'key': 'h)/te'}