Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἧσσα
ἡσσητέος
ἥσσων
ἡσυχάζω
ἡσυχαῖος
ἥσυχα
ἡσυχῆ
ἡσυχία
ἡσύχιμος
ἡσύχιος
ἡσυχιότης
ἥσυχος
ἦτα
ἤτε
ἦτε
ἤτοι
ἦτορ
ἤτριον
ἦτρον
ἥττημα
ἠΰτε
View word page
ἡσυχιότης
ἡσυχιότης ἡσῠχιότης, ητος, = ἡσυχία, Plat.

ShortDef

quiet, quiet disposition

Debugging

Headword:
ἡσυχιότης
Headword (normalized):
ἡσυχιότης
Headword (normalized/stripped):
ησυχιοτης
IDX:
14859
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14871
Key:
h(suxio/ths

Data

{'content': 'ἡσυχιότης\n ἡσῠχιότης, ητος,\n = ἡσυχία, Plat.', 'key': 'h(suxio/ths'}