Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἁλίσκομαι
ἅλις
ἁλίστονος
ἁλιστός
ἁλίστρεπτος
ἀλιταίνω
ἁλιτενής
ἁλιτέρμων
ἀλίτημα
ἀλιτήριος
ἀλιτηριώδης
ἀλιτόξενος
ἀλιτοφροσύνη
ἀλιτραίνω
ἀλιτρία
ἀλιτρός
ἁλίτρυτος
ἁλίτυπος
ἁλίτυρος
ἁλιφθορία
ἁλιφθόρος
View word page
ἀλιτηριώδης
ἀλιτηριώδης εἶδος abominable, accursed, Plat.

ShortDef

abominable, accursed

Debugging

Headword:
ἀλιτηριώδης
Headword (normalized):
ἀλιτηριώδης
Headword (normalized/stripped):
αλιτηριωδης
IDX:
1487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1487
Key:
a)lithriw/dhs

Data

{'content': 'ἀλιτηριώδης\n εἶδος\n abominable, accursed, Plat.', 'key': 'a)lithriw/dhs'}