Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἡρῷσσα
ἡσσάομαι
ἧσσα
ἡσσητέος
ἥσσων
ἡσυχάζω
ἡσυχαῖος
ἥσυχα
ἡσυχῆ
ἡσυχία
ἡσύχιμος
ἡσύχιος
ἡσυχιότης
ἥσυχος
ἦτα
ἤτε
ἦτε
ἤτοι
ἦτορ
ἤτριον
ἦτρον
View word page
ἡσύχιμος
ἡσύχιμος = ἥσυχος, Pind.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἡσύχιμος
Headword (normalized):
ἡσύχιμος
Headword (normalized/stripped):
ησυχιμος
IDX:
14857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14869
Key:
h(su/ximos

Data

{'content': 'ἡσύχιμος\n = ἥσυχος, Pind.', 'key': 'h(su/ximos'}