Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἡρωικός
ἡρωίνη
ἡρώιος
ἡρωίς
ἡρῷον
ἡρῷος
ἥρως
ἡρῷσσα
ἡσσάομαι
ἧσσα
ἡσσητέος
ἥσσων
ἡσυχάζω
ἡσυχαῖος
ἥσυχα
ἡσυχῆ
ἡσυχία
ἡσύχιμος
ἡσύχιος
ἡσυχιότης
ἥσυχος
View word page
ἡσσητέος
ἡσσητέος ἡσσητέος, α, ον verb. adj. of ἡσσάομαι one must be beaten, γυναικός by a woman, Soph.

ShortDef

one must be beaten

Debugging

Headword:
ἡσσητέος
Headword (normalized):
ἡσσητέος
Headword (normalized/stripped):
ησσητεος
IDX:
14850
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14862
Key:
h(sshte/os

Data

{'content': 'ἡσσητέος\n ἡσσητέος, α, ον\n verb. adj. of ἡσσάομαι\n one must be beaten, γυναικός by a woman, Soph.', 'key': 'h(sshte/os'}