Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀλίσγημα
ἁλίσκομαι
ἅλις
ἁλίστονος
ἁλιστός
ἁλίστρεπτος
ἀλιταίνω
ἁλιτενής
ἁλιτέρμων
ἀλίτημα
ἀλιτήριος
ἀλιτηριώδης
ἀλιτόξενος
ἀλιτοφροσύνη
ἀλιτραίνω
ἀλιτρία
ἀλιτρός
ἁλίτρυτος
ἁλίτυπος
ἁλίτυρος
ἁλιφθορία
View word page
ἀλιτήριος
ἀλιτήριος ἀλιταίνω sinning or offending against, a god, c. gen., Ar., Thuc. absol. sinful, guilty, Lys., etc.
ShortDef
sinning
Debugging
Headword:
ἀλιτήριος
Headword (normalized):
ἀλιτήριος
Headword (normalized/stripped):
αλιτηριος
IDX:
1486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1486
Key:
a)lith/rios
Data
{'content': 'ἀλιτήριος\n ἀλιταίνω\n sinning or offending against, a god, c. gen., Ar., Thuc.\n absol. sinful, guilty, Lys., etc.', 'key': 'a)lith/rios'}