Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἤρεμος
ἠριγένεια
Ἠριδανός
ἠρινός
ἠρίον
ἦρι
ἠριπόλη
ἡρωικός
ἡρωίνη
ἡρώιος
ἡρωίς
ἡρῷον
ἡρῷος
ἥρως
ἡρῷσσα
ἡσσάομαι
ἧσσα
ἡσσητέος
ἥσσων
ἡσυχάζω
ἡσυχαῖος
View word page
ἡρωίς
ἡρωίς ἡρωίς, ίδος = ἡρωίνη, Pind. as fem. of ἡρωϊκός, Anth.
ShortDef
(n.) demigoddess, heroine; (adj.) heroic
Debugging
Headword:
ἡρωίς
Headword (normalized):
ἡρωίς
Headword (normalized/stripped):
ηρωις
IDX:
14843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14855
Key:
h(rwi/s
Data
{'content': 'ἡρωίς\n ἡρωίς, ίδος\n = ἡρωίνη, Pind.\n as fem. of ἡρωϊκός, Anth.', 'key': 'h(rwi/s'}