Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἠρέμησις
ἠρεμία
ἠρεμίζω
ἠρεμί
ἤρεμος
ἠριγένεια
Ἠριδανός
ἠρινός
ἠρίον
ἦρι
ἠριπόλη
ἡρωικός
ἡρωίνη
ἡρώιος
ἡρωίς
ἡρῷον
ἡρῷος
ἥρως
ἡρῷσσα
ἡσσάομαι
ἧσσα
View word page
ἠριπόλη
ἠριπόλη ἠρι-πόλη, ἡ, πολέω early-walking: as Subst. the morn, Anth.

ShortDef

early-walking

Debugging

Headword:
ἠριπόλη
Headword (normalized):
ἠριπόλη
Headword (normalized/stripped):
ηριπολη
IDX:
14839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14851
Key:
h)ripo/lh

Data

{'content': 'ἠριπόλη\n ἠρι-πόλη, ἡ,\n πολέω\n early-walking: as Subst. the morn, Anth.', 'key': 'h)ripo/lh'}