Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἠρεμέω
ἠρέμησις
ἠρεμία
ἠρεμίζω
ἠρεμί
ἤρεμος
ἠριγένεια
Ἠριδανός
ἠρινός
ἠρίον
ἦρι
ἠριπόλη
ἡρωικός
ἡρωίνη
ἡρώιος
ἡρωίς
ἡρῷον
ἡρῷος
ἥρως
ἡρῷσσα
ἡσσάομαι
View word page
ἦρι
ἦρι early, Hom.; ἦρι μάλʼ, μάλʼ ἦρι Hom.
ShortDef
early
Debugging
Headword:
ἦρι
Headword (normalized):
ἦρι
Headword (normalized/stripped):
ηρι
IDX:
14838
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14850
Key:
h)=ri
Data
{'content': 'ἦρι\n early, Hom.; ἦρι μάλʼ, μάλʼ ἦρι Hom.', 'key': 'h)=ri'}