Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἠρεμαῖος
ἠρέμα
ἠρεμέω
ἠρέμησις
ἠρεμία
ἠρεμίζω
ἠρεμί
ἤρεμος
ἠριγένεια
Ἠριδανός
ἠρινός
ἠρίον
ἦρι
ἠριπόλη
ἡρωικός
ἡρωίνη
ἡρώιος
ἡρωίς
ἡρῷον
ἡρῷος
ἥρως
View word page
ἠρινός
ἠρινός ἠρῐνός, ή, όν ἦρ = ἐαρινός of or in spring, Solon., Eur.: —neut. pl. as adv., in spring, Ar.

ShortDef

of or in spring

Debugging

Headword:
ἠρινός
Headword (normalized):
ἠρινός
Headword (normalized/stripped):
ηρινος
IDX:
14836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14848
Key:
h)rino/s

Data

{'content': 'ἠρινός\n ἠρῐνός, ή, όν\n ἦρ\n = ἐαρινός\n of or in spring, Solon., Eur.: —neut. pl. as adv., in spring, Ar.', 'key': 'h)rino/s'}