Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἤπιος
ἠπιόχειρ
ἤπου
ἦπου
ἠπύτα
ἠπύω
Ἡραῖος
Ἡρακλέης
Ἡρακλεῖδαι
Ἡράκλειος
Ἡρακλείτειος
Ἡρακλίσκος
Ἥρα
ἦρα
ἠρεμαῖος
ἠρέμα
ἠρεμέω
ἠρέμησις
ἠρεμία
ἠρεμίζω
ἠρεμί
View word page
Ἡρακλείτειος
Ἡρακλείτειος Ἡρακλείτειος, α, ον of Heraclitus, Plat.
ShortDef
of Heraclitus
Debugging
Headword:
Ἡρακλείτειος
Headword (normalized):
ἡρακλείτειος
Headword (normalized/stripped):
ηρακλειτειος
IDX:
14822
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14834
Key:
*(hraklei/teios
Data
{'content': 'Ἡρακλείτειος\n Ἡρακλείτειος, α, ον\n of Heraclitus, Plat.', 'key': '*(hraklei/teios'}