Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ᾗπερ
ἤπερ
ἠπάομαι
ἠπητής
ἠπιαλέω
ἠπίαλος
ἠπιοδίνητος
ἠπιόδωρος
ἠπιόθυμος
ἤπιος
ἠπιόχειρ
ἤπου
ἦπου
ἠπύτα
ἠπύω
Ἡραῖος
Ἡρακλέης
Ἡρακλεῖδαι
Ἡράκλειος
Ἡρακλείτειος
Ἡρακλίσκος
View word page
ἠπιόχειρ
ἠπιόχειρ ἠπιό-χειρ, ειρος, ὁ, ἡ, with soothing hand, Anth.

ShortDef

with soothing hand

Debugging

Headword:
ἠπιόχειρ
Headword (normalized):
ἠπιόχειρ
Headword (normalized/stripped):
ηπιοχειρ
IDX:
14813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14825
Key:
h)pio/xeir

Data

{'content': 'ἠπιόχειρ\n ἠπιό-χειρ, ειρος, ὁ, ἡ,\n with soothing hand, Anth.', 'key': 'h)pio/xeir'}