Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἠπεροπευτής
ἠπεροπεύω
ᾗπερ
ἤπερ
ἠπάομαι
ἠπητής
ἠπιαλέω
ἠπίαλος
ἠπιοδίνητος
ἠπιόδωρος
ἠπιόθυμος
ἤπιος
ἠπιόχειρ
ἤπου
ἦπου
ἠπύτα
ἠπύω
Ἡραῖος
Ἡρακλέης
Ἡρακλεῖδαι
Ἡράκλειος
View word page
ἠπιόθυμος
ἠπιόθυμος ἠπιό-θῡμος, ον gentle of mood, Anth.

ShortDef

gentle of mood

Debugging

Headword:
ἠπιόθυμος
Headword (normalized):
ἠπιόθυμος
Headword (normalized/stripped):
ηπιοθυμος
IDX:
14811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14823
Key:
h)pio/qumos

Data

{'content': 'ἠπιόθυμος\n ἠπιό-θῡμος, ον\n gentle of mood, Anth.', 'key': 'h)pio/qumos'}